Ἀπτέρων

Ἀπτέρων
Ἄπτερος
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀπτέρων — ἄπτερος without wings masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυσάνουρος — ο (Α θυσάνουρος, ον) νεοελλ. εντομολ. τα θυσάνουρα τάξη άπτερων εντόμων αρχ. αυτός που έχει ουρά θυσανωτή, κροσσωτή («θυσάνουρος δασύκερκος, ἄρσην», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + ουρος (< ουρά) πρβλ. κόλ ουρος, πάγ ουρος. Με τη νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • μένωπο — το ζωολ. γένος άπτερων μικρών παράσιτων εντόμων τής οικογένειας μενωπανίδες, τα οποία έχουν μαλακό και πεπλατυσμένο σώμα και είναι γνωστά ως ψευδόψειρες …   Dictionary of Greek

  • μαλλοφάγα — Τάξη απτέρων εντόμων, τα οποία αποτελούν εκτοπαράσιτα των πουλιών και σπανιότερα των θηλαστικών. Έχουν νωτοκοιλιακά πεπιεσμένο σώμα, μήκους 0,5 10 χλστ., και ισχυρό έλυτρο. Το κεφάλι, μεγάλο και ευκίνητο, έχει γενικά μικρούς σύνθετους οφθαλμούς,… …   Dictionary of Greek

  • ψείρα — Μικρό νησί του Κρητικού πελάγους, μήκους 1 μιλιού και ύψους 693 ποδιών. Στην αρχαιότητα ήταν κατοικημένο από την πρωτομινωική έως την υστερομινωική εποχή. Ανασκαφές έφεραν στο φως χρυσά περιδέραια λεπτότατης τέχνης, ζωόμορφα ρυτά και ανάγλυφες… …   Dictionary of Greek

  • ψύλλος — ο, ΝΜΑ είδος εντόμου που ζει παρασιτικά στους ανθρώπους και στα ζώα νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τών μικροσκοπικών, άπτερων ολομετάβολων εντόμων τής τάξης σιφωνάπτερα 2. φρ. α) «για ψύλλου πήδημα» για ασήμαντη αφορμή β) «ούτε ψύλλος στον κόρφο …   Dictionary of Greek

  • καρμίνιο ή καρμίνη — Κόκκινη χρωστική που παράγεται από το αποξηραμένο σώμα άπτερων θηλυκών εντόμων του είδους κοχινίλη, το οποίο ζει πάνω σε διάφορους κάκτους. Είναι οργανική ένωση –άλας του καρμινικού οξέος με αλουμίνιο και ασβέστιο– και λαμβάνεται από τα έντομα… …   Dictionary of Greek

  • κιμηκίδες — (cimicidae). Οικογένεια άπτερων εντόμων της υπόταξης των ετεροπτέρων. Πρόκειται για εκτοπαράσιτα, τα οποία συνήθως συναντώνται κοντά σε φωλιές και τρέφονται με το αίμα θηλαστικών και πουλιών. Ωστόσο, δεν διαβιούν επάνω στους ξενιστές τους, αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”